θηροδιώκτης

θηροδιώκτης
θηροδιώκτης, ὁ (Μ)
κυνηγός θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + διώκτης (< διώκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θηροδίωξ — θηροδίωξ, ὁ (Μ) θηροδιώκτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + δίωξ, σπάνιος μτγν. και μσν. παράλλ. τ. τού διώκτης (πρβλ. αιγο δίωξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”